Casey E., Remembering, a phenomenological stydy, p.11
5/8/08
Casey E., Remembering, a phenomenological stydy, p.11
Karl Kerenyi, "Mnemosyne-Lesmosyne. On the springs of the Memory and Forgetting", in Casey Edward, Remembering, a phenomenological study, p.12
1/8/08

Rosenblum, "The origin of the painting", The art Bulletin, XL, 1958
31/7/08
Αριστοτέλης, "Περι μνήμης και ανάμνησης" 450b1, στο Περι Ψυχής
27/7/08
Ghost is marketed as a backup program. It comes with an ISO file that needs to be written to a CD. This provides a recovery environment to perform a full system recovery. There's also provision to mount a drive & select backed-up files from that drive and recover them to the primary hard disk.
Ghost can copy the contents of one hard drive to another and can convert a hard drive's contents to a virtual disk format such as VMware VMDK file.
23/7/08
Αγ.Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, Βιβλίο Χ
22/7/08
Cicero, De Oratore, II, 351-4, in Fraces A. Yates, The Art of Memory, Chicago University press, p.2
The art of memory is like an inner writing. Those who know the letters of the alphabet can write down what is dictated to them and read out what they have written. Likewise those who have learned mnemonics can set in places what they have heard and deliver it from memory.
"For the places are very much like wax tablets or papyrus, the images like the letters, the arrangement and disposition of the images like the script, and the delivery like the reading."
Fraces A. Yates, The Art of Memory, Chicago University press, p.7-8
- note (v.)
- c.1225, "observe, mark carefully," from O.Fr. noter, from L. notare, from nota*gnata,gnoscere "to recognize." Meaning "to set in writing" is from c.1400. The noun is first attested c.1300, in the musical sense; meaning "brief writing" is from 1548. Notebook is first attested 1579; noteworthy is from 1552. "letter, note," originally "a mark, sign," possibly an alteration of Old L. infl. by
αποτύπωμα
-Τοποθετώ.
-Ας πούμε πως είναι δώρο της μητέρας των Μουσών, της Μνημοσύνης, και πως πάνω σε τούτο αποτυπώνεται ό,τι θελήσουμε να απομνημονεύσουμε απ' όσα τυχόν δούμε ή ακούσουμε ή καταλαβαίνουμε οι ίδιοι, προσφέροντας ότι αντιλαμβανόμαστε ή εννοούμε, σαν να αφήναμε πάνω του αποτύπωμα δαχτυλιδιού. Όποιο λοιπόν αποτυπωθεί το απομνημονεύομε και το γνωρίζουμε όσο διατηρείται η εικόνα του. Όποιο τυχόν σβήσει ή δεν σταθεί δυνατό να αποτυπωθεί, το λησμονούμε και δεν το γνωρίζουμε.
Πλάτων, Θεαίτητος, 191 c-d
27/6/08
Vivre d'apres
«Αισθανόμαστε τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας ως εντυπώσεις. Και γνωρίζουμε ότι αυτές οι εντυπώσεις είναι η έκφραση του υποκειμένου που τις δημιουργεί.»[1]
Αισθάνομαι. Χρησιμοποιώ τις αισθήσεις μου, όραση, ακοή, αφή, όσφρηση, για να δεχθώ τα δεδομένα που παράγονται από την έκφραση ενός υποκειμένου. Τα δεδομένα αυτά φτάνοντας σε εμένα παραλαμβάνονται ως εντυπώσεις. Για να αντιληφθώ τις εντυπώσεις, προσπαθώ να κατανοήσω το υποκείμενο που τις παράγει, έχοντας ως αναφορά το δικό μου σώμα, το τρόπο που συγκροτούμαι εγώ ως υποκείμενο, το πώς εγώ εκφράζομαι. Οι εντυπώσεις που λαμβάνω, ως τις εκφράσεις υποκείμενων, μπορούν να μου παραδώσουν στοιχεία για τα ίδια τα υποκείμενα, να είναι δηλαδή τεκμήρια της συγκροτημένης ψυχικής διάθεσης (stimmung) που τα παράγει.
Ο Heinrich Wölfflin στα «Προλεγόμενα για μια ψυχολογία της Αρχιτεκτονικής» θα υποδείξει πως οι αρχιτεκτονικές κατασκευές, ως έκφραση, είναι προϊόντα μιας συγκεκριμένης ψυχικής διάθεσης, (stimmung), τα οποία τα αντιλαμβανόμαστε χρησιμοποιώντας το ίδιο μας το σώμα και τον τρόπο που αυτό οργανώνεται και δρα. Η κολόνα που φέρει κιονόκρανο, με τον κορμό της μεταφέρει το βάρος της, όπως εγώ φέρω το βάρος του σώματος μου. Η κατασκευή αυτή διαθέτει πάνω και κάτω, όταν θελήσω να την περιγράψω, γιατί με αυτές τις λέξεις περιγράφω το ίδιο μου το σώμα. Μια κακοτεχνία ή μια ασυμμετρία λαμβάνεται μια διακοπή της συνέχειας, ως μια πληγή, που θα μπορούσε να φέρει το δικό μου σώμα. Για τον Wölfflin η έκφραση είναι το σωματικό φαινόμενο, το υλικό δείγμα μιας συγκεκριμένης ψυχικής διάθεσης, την οποία κατανοώ γιατί και εγώ τη διαθέτω.
Καθώς το αντιληπτικό σύστημα μου λαμβάνει τα δείγμα αυτό, δημιουργείται ένα απο-τύπωμα, μια εν-τύπωση αυτής της έκφρασης στο δικό μου υλικό σύστημα αναφοράς, στο σώμα μου. Αντιλαμβάνομαι δηλαδή την έκφραση ενός υποκειμένου, την υλικότητα αυτής της έκφρασης, γιατί διαθέτω και εγώ την ανάλογη εμπειρία υλικότητας, το σώμα μου, το οποίο διεγείρεται καθώς εισρέουν οι εντυπώσεις, καθώς αποτυπώνονται πάνω στο σώμα μου. Ποια είναι τα στάδια αυτής της διαδικασίας αποτύπωσης στο αντιληπτικό μου σύστημα; Με ποιον τρόπο η έκφραση ενός υποκειμένου περνά και εντυπώνεται στο δικό μου σύστημα; Πως υπάρχω μετά την εισροή των εντυπώσεων στο αντιληπτικό σύστημα μου;
«L΄organisation de notre corps propre est la forme sous laquelle nous concevons tout corporel». Η οργάνωση του σώματος μου είναι η μορφή σύμφωνα με την οποία αντιλαμβάνομαι οτιδήποτε σωματικό, υλικό. Η περιοδικότητα που αναδύεται στις κινήσεις μου , ο τρόπος που λειτουργούν τα διάφορα όργανα μου, μου υποβάλλουν ένα τρόπο αντίληψης των γεγονότων. Και κάθε φορά που ένα υλικό αντικείμενο εκφράζεται, η εντύπωση που με κατακλύζει, γίνεται αντιληπτή με το σώμα μου, ή με τις έννοιες που γνωρίζω μέσω του σώματος. Μιμούμαι άθελα τις εκφράσεις σωμάτων άλλων, κλαίγοντας, γελώντας, επαναλαμβάνοντας λέξεις, ξεροβήχοντας, αναπνέοντας, παραδίνομαι στην εντύπωση που κυριαρχεί και μου επιβάλλεται, εισχωρεί , εγγράφεται μέσα μου.
Αντιδρώ ως εάν να είχα τραυματιστεί από την εισερχόμενη εντύπωση, την οποία ας θεωρήσω ως ένα βέλος που ξεκινά από το αντικείμενο που την παράγει και κατευθύνεται προς το δικό μου σώμα. Η αντίληψη της έκφρασης, η εντύπωση, μπορεί να ειδωθεί ως το τραύμα που προκαλεί αυτό το βέλος, ως τη διάρρηξη του ενιαίου εαυτού μου, της ενοποιημένης μέχρι τότε θέλησης μου, του φράγματος που έχει δημιουργήσει το αντιληπτικό σύστημα ώστε να φιλτράρει τα εισερχόμενα ερεθίσματα. Μέσα από την πληγή αυτή διαφεύγει ένα τμήμα της υλικότητας μου. Στο χώρο της πληγής που δημιουργεί η εντύπωση συνυπάρχει η έκφραση του άλλου και η αναπαραγωγή της από τμήμα του σώματος μου, στο ενδιάμεσο της απόστασης συναντούνται η έκφραση και η εντύπωση.
Για ορίσω αυτή την ενδιάμεση αυτή περιοχή στην οποία εισέρχομαι μετά την αντίληψη, το nachleben, θα μπορούσα να περιγράψω την παρακάτω εικόνα. Ας θεωρήσω ότι ένας τοξότης βρίσκεται στο κέντρο ενός κύκλου και κάποια στιγμή στοχεύει με το τόξο του προς την περιφέρεια του κύκλου αυτού, ο οποίος συμπίπτει με την εμβέλεια που έχει ο ίδιος ο τοξότης, με την ικανότητα και τη δύναμη που διαθέτει να τεντώνει τη χορδή και να αφήνει το τόξο. Στην περιφέρεια αυτού του κύκλου βρίσκεται ένας παρατηρητής. Το βέλος φεύγοντας από τα χέρια του τοξότη διαγράφει μια κίνηση και καρφώνεται στο σώμα του παρατηρητή. Καθώς το βέλος τον πληγώνει, ένα μικρό τραύμα δημιουργείται στο προστατευτική επιδερμίδα που χωρίζει τα ζωτικά του όργανα από το εξωτερικό περιβάλλον. Τη στιγμή που το βέλος ακουμπήσει το σώμα, ο παρατηρητής αισθάνεται ένα μικρό, έντονο, βίαιο τράβηγμα στο χέρι , ως εάν ο ίδιος να τραβούσε τη χορδή του τόξου για να αφήσει το βέλος. Ο παρατηρητής αντιλαμβάνεται το γεγονός της βολής του τόξου τοποθετώντας για λίγες στιγμές τον εαυτό του στη θέση του τοξότη. Παραχωρεί τη θέληση του δικού του σώματος, η οποία εκχωρείται για μερικά λεπτά, απουσιάζει, γίνεται ο ίδιος τοξότης. Τώρα το βέλος τον έχει ήδη αγγίξει. Αφήνει ξανά το σώμα του τοξότη και επιστρέφει στο δικό του σώμα, που αυτή τη στιγμή πληγώνεται, πονά. Το τραύμα της εντύπωσης τον καθηλώνει στην πραγματικότητα και τον επαναφέρει στο δικό του σώμα, στο εδώ, αλλά ταυτόχρονα τον αφήνει να διαχυθεί στη πραγματικότητα του άλλου, στο εκεί. Σε αυτές στιγμές του μετά , το εγώ μολύνεται, μέσω της πληγής, που διαρρηγνύει, που διακόπτει το προστατευτικό φάσμα και αφήνει να εισρέουν ξένα ως προς τον οργανισμό δεδομένα. Για τον Wölfflin δείγματα αυτής της ενδιάμεσης θέσης του εγώ που δημιουργείται κατά την αντιληπτική διαδικασία θα μπορούσαν να κατονομαστούν ευκρινώς.
Κάποιος κλαιει. Μέσω της ακοής μου, αντιλαμβάνομαι τα αναφιλητά του, μέσω της όρασης μου, τα δάκρυα που τρέχουν πάνω στο πρόσωπο του. Αντιλαμβάνομαι ότι κλαιει, γνωρίζοντας τη δική μου εμπειρία κλάματος. Άθελα μου, μερικά δάκρυα, αρχίζουν να τρέχουν στο πρόσωπο μου. Για μερικές στιγμές παραχωρώ τμήμα του σώματος μου- τους αδένες των δακρύων, τα μάτια μου, - στην λύπη που εκφράζει το άλλο σώμα, η εντύπωση της οποίας με διαπερνά.
Κάποιος μιλάει. Ξαφνικά, μετά από αρκετή ώρα, βραχνιάζει, η φωνή δεν βγαίνει ομαλά από το λάρυγγα του, και για μια στιγμή σταματά, για να ξεροβήξει, με πρόθεση να καθαρίσει η φωνή του. Τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι με την ακοή μου, το βράχνιασμα της φωνής του ομιλητή, ετοιμάζομαι να καθαρίσω εγώ ο ίδιος το λαιμό μου, ξεροβήχοντας. Το βράχνιασμα γίνεται αντιληπτό, εξαιτίας της γνώσης της αντίστοιχης σωματικής εμπειρίας, του δικού μας βραχνιάσματος. Άθελα, παραχωρώ το λάρυγγα μου, μέρος του σώματος μου, τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι το βράχνιασμα ενός άλλου λαιμού από το δικό μου.
Κάποιος συνομιλεί μαζί μου. μέσα από προτάσεις, που εκφέρονται εναλλάξ από εμένα και αυτόν. Τη στιγμή που αυτός τελειώνει τις προτάσεις του, εγώ επαναλαμβάνω τις τελευταίες λέξεις που φεύγουν από τα χείλη του. Για να αντιληφθώ, να κατανοήσω αυτά που λέγονται, τα επαναλαμβάνω, χρησιμοποιώ τα δικά μου γλωσσικά όργανα- χείλη, ουρανίσκο, δόντια- τα παραχωρώ για κάποιες στιγμές στη έκφραση του άλλου. Εκφωνώντας τις τελευταίες λέξεις μια πρότασης, προσέχω ασταμάτητα αυτά που εκφέρονται, γίνομαι μέρος του υποκειμένου που τα εκφέρει.
Στις παραπάνω καταστάσεις υπάρχει μια οριακή στιγμή, κατά τη διαδικασία της αντίληψης, όπου μέρη του σώματος μου παραχωρούνται, σχεδόν άθελα μου, στην προσπάθεια μου του αντιληπτικού μου συστήματος να κατανοήσει, να δεχτεί την εντύπωση του γεγονότος πάνω του. Την στιγμή δηλαδή της εισχώρησης της εντύπωσης στο δικό μου σύστημα, δημιουργείται ένα τραύμα, μια ρήξη στη συνέχεια, μια διάτρηση από το οποίο εισχωρεί το εξωτερικό ερέθισμα στον αντιληπτικό σύστημα και την ίδια στιγμή, ένα μέρος, του σώματος μου, μέσω αυτής της πληγής, εξωτερικεύεται, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτό που δημιούργησε την έκφραση του άλλου υποκειμένου. Η διαδικασία της αντίληψης, δηλαδή, περιλαμβάνει μια στιγμή, όπου δυο αντιθετικές, μεταξύ τους, κινήσεις λαμβάνουν χώρα. Τη στιγμή του τραύματος που προκαλεί η έκφραση ενός υποκειμένου στον δέκτη αυτής της έκφρασης, συνυπάρχουν το ενοποιημένο και το διαλυμένο εγώ. Αυτό που είναι σταθερό, και οργανωμένο γύρω από μια υλικότητα, εντελώς δική του, και ένα εγώ, το οποίο μολύνεται από την εντύπωση, και παραχωρεί μέλη του σώματος του και των λειτουργιών του, ώστε να αντιληφθεί το εξωτερικό ερέθισμα.
Για λίγες στιγμές μετά την εισβολή της εντύπωσης στο αντιληπτικό μου σύστημα, αφήνομαι να εκφράζομαι με το ίδιο τρόπο του υποκειμένου που εκφράζεται. To Vivre d’après, (nachleben) περιγράφει αυτές ακριβώς τις στιγμές, μετά την εισβολή της εντύπωσης στο αντιληπτικό μου σύστημα, περιγράφει το πώς δέχομαι, να αφήνομαι για μερικά λεπτά στο έλεος της εντύπωσης, του ερεθίσματος. Η εκπαίδευση μου μαθαίνει να μην παραδίνομαι τόσο εύκολα στις εντυπώσεις που με κατακλύζουν, που με σημαδεύουν με τα βέλη τους. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να αποφύγω την ενδιάμεση αυτή κατάσταση.
22/6/08
Note upon Magic Pad
«Αν δεν εμπιστεύομαι την μνήμη μου, γράφω, κρατώ σημειώσεις για να θυμάμαι.»[1] Αν δεν εμπιστεύομαι το μνημονικό μηχανισμό που διαθέτω, χρειάζομαι μια εξωτερική ως προς εμένα κατασκευή, που να μπορεί να προφυλάσσει και να διατηρεί τα δεδομένα προς αποθήκευση. Να τα ταξινομεί, να τα ονομάζει, να τα οργανώνει με βάση ένα σύστημα και έναν κώδικα, και μετά να τα διαθέτει ώστε να μπορώ εγώ να τα επαναφέρω στην πραγματικότητα μου, να τα κάνω ορατά και πάλι, να μην τα αφήνω να διαφύγουν από τη μνήμη μου.
Πως θυμάμαι; Αντιστοιχώντας αντικείμενα ή λέξεις σε αυτά που θέλω να θυμάμαι; Τι ακριβώς θυμάμαι; Πώς κατασκευάζεται και τι περιέχεται στο μνημονικό υλικό μου; Τα πάντα, οτιδήποτε αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, μπορεί να αποτελέσει υλικό προς μνημόνευση, ακόμη αν δεν το επιθυμώ ακόμη και αν δεν με ευχαριστεί να το θυμάμαι ή με ενθουσιάζει η ιδέα να το θυμάμαι για πάντα. Ποια είναι η διαδικασία με την οποία ένα γεγονός που βιώνω μεταφέρεται και αποθηκεύεται ως γεγονός της μνήμης, μετατρέπεται δηλαδή σε μνημονικό ίχνος;
Ο Freud προσπαθώντας να καταλάβει με ποιον τρόπο αποθηκεύονται τα γεγονότα στη μνήμη μας, σε ένα κείμενο του (Α Note upon the “mystic writing pad”, 1925) αναφέρεται στις τεχνικές με τους οποίες ο ίδιος ενισχύει τη διατήρηση στη μνήμη του γεγονότων, χρησιμοποιώντας μεθόδους και συστήματα εξωτερικά ως προς το δικό του μνημονικό- αντιληπτικό σύστημα. Καταγράφοντας και αξιολογώντας τις δυο αυτές τεχνικές, ο Freud εικάζει για τον τρόπο που το δικό του μνημονικό σύστημα λειτουργεί.
Από τη μια πλευρά βρίσκεται η μόνιμη εγγραφή σε φύλλα χαρτιού. Γράφει σε χαρτί, γεμίζει μια σελίδα με αυτά που θέλει να διατηρήσει, χρησιμοποιώντας έναν κώδικα τον οποίο γνωρίζει για να περιγράψει το γεγονός, έτσι ώστε να μπορεί να τον αναγνωρίσει και αργότερα, όταν χρειαστεί να τον ανακαλέσει. Αφήνει σημάδια πάνω σε μια επιφάνεια, για να μπορέσει, επιστρέφοντας σε αυτά τα σημάδια, να οδηγηθεί σωστά, να ανακατασκευάσει πλήρως την εικόνα της επιθυμητής ανάμνησης. Τα σημάδια αυτά μένουν μόνιμα εκεί, δεν μετατοπίζονται. Γεμίζει την πρώτη σελίδα, γράφοντας όπου είναι δυνατόν. Κάποια στιγμή το φύλλο του χαρτιού δεν μπορεί να συγκρατήσει νέα δεδομένα. Και εκείνη τη στιγμή πρέπει να αλλάξει σελίδα, να ξαναβρεθεί σε μια καινούργια, καθαρή, κενή επιφάνεια, αφήνοντας πίσω του τα ήδη εγγεγραμμένα, ξεχνώντας τα προς στιγμή. Μέχρι να γεμίσει και αυτή, και η επόμενη. Το γύρισμα κάθε σελίδας ισοδυναμεί με ένα μικρό τραύμα που διαλύει τη μέχρι τότε συνέχεια και τον αφήνει προς στιγμή έκθετο στη λήθη. Θέλει να βλέπει όλα αυτά που έχει να θυμηθεί, αλλά η δυνατότητα απορρόφησης νέων δεδομένων ενός φύλλου χαρτιού είναι δεδομένη και εξαντλήσιμη. Για να συνεχίσει να καταγράφει, θα πρέπει συνεχώς να αυξάνει την επιφάνεια, προσθέτοντας, νέες σελίδες. Μπορεί να γεμίσει αρκετές σελίδες με τα ίχνη αυτών που δεν θέλει να ξεχάσει, αλλά πάντα κάθε σελίδα θα χωράει συγκεκριμένα ποσότητα ιχνών, που καθώς θα γυρίζει η επόμενη σελίδα, θα ξεχνιούνται προσωρινά. Το γεγονός προς ενθύμηση τεμαχίζεται, χωρίζεται σε μέρη σελίδας, σε φύλλα χαρτιού. Τα ίχνη διατηρούνται πάνω στο φύλλο του χαρτιού, και συνεχίζουν να παραπέμπουν στα αντίστοιχα γεγονότα, σχεδόν για όσο καιρό μπορεί να διατηρήσει ανέπαφα τα χάρτινα αυτά φύλλα.
Την δεδομένη αποθηκευτική ικανότητα μπορεί να ξεπεραστεί χρησιμοποιώντας μια και μόνο επιφάνεια που να έχει άπειρη δυνατότητα εγγραφής- αποθήκευσης νέων δεδομένων, με την προϋπόθεση πως κάθε φορά που εξαντλείται η επιφάνεια προς εγγραφή, θα σβήνεται, και θα επανέρχεται στην αρχική, άδεια, κατάσταση. Μια τέτοια διαδικασία περιλαμβάνει έναν πίνακα και μια κιμωλία. Με αυτή την τεχνική μπορεί να αποθηκευτεί άπειρο υλικό, που περιοδικά όμως θα εξαφανίζεται από την επιφάνεια της όρασης και αντίληψης μου. Στην προσπάθεια για αποθήκευση υπάρχει ανάγκη να σβηστούν δεδομένα , για να χωρέσουν και τα υπόλοιπα, αφαιρώντας από τα δεδομένα την δυνατότητα να παραμένουν συνεχώς στην επιφάνεια, συνεχώς ορατά.
Πως θα μπορούσε να συνδυαστούν και οι δυο αυτοί τρόποι απομνημόνευσης; Να υπάρξει δηλαδή μια τεχνική όπου η επιφάνεια στην οποία εναποθέτω το ίχνος το οποίο επιθυμώ να θυμάμαι, να μην σβήνει ποτέ, να είναι πάντα διαθέσιμο, και ταυτόχρονα η επιφάνεια αυτή να διαθέτει ικανότητα άπειρης συσσώρευσης τέτοιων ιχνών, χωρίς να χρειάζεται να την πολλαπλασιάζω ή να την αντικαθιστώ. Να μην υπάρχει κανενός είδους απόρριψη μνημονικού υλικού γιατί οι δυνατότητες του συστήματος είναι δεδομένες.
Ο Freud ανακαλύπτει μια τέτοιου είδους τεχνική χρησιμοποιώντας το μαγικό σημειωματάριο, το οποίο εκείνη την εποχή εισάγεται στην αγορά. (εικ. 1 και εικ.2 ) Πρόκειται για ένα αντικείμενο που συνδυάζει και τα δυο είδη αποθήκευσης, χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά και ενός σημειωματάριου με σελίδες χαρτιού και ενός πίνακα εγγραφής με κιμωλία. Αποθηκεύει μόνιμα, άπειρα ίχνη. Αποτελούμενο από δυο διαφορετικούς μηχανισμούς αποθήκευσης, συναρτούμενους σε ένα μόνο σύστημα.
Ένα λεπτό, διαφανές χαρτί, που συνδυάζεται μαζί με μια επιφάνεια από κυτταρίνη, τοποθετείται μπροστά από μια επιφάνεια από κερί. Χωρίς να εξαρτάται από το υλικό που πρέπει θα χρησιμοποιηθεί για να σημειώσει πάνω στην επιφάνεια, (μελάνι, μολυβί, κιμωλία) ένα οποιοδήποτε αιχμηρό αντικείμενο μπορεί να χαράξει ίχνη πάνω από όλες τις στρώσεις, χαρτιού, μεμβράνης, κεριού, και αναδιανέμοντας το υλικό του εύπλαστης κέρινης επιφάνειας, να σχηματίσει τα επιθυμητά σημάδια, τα οποία εμφανίζονται στην τελική επιφάνεια του χαρτιού. Αυτό μπορεί να συνεχίζεται μέχρι να γεμίσει ολόκληρη η επιφάνεια, όποτε και με μια κίνηση, αποκολλώντας την επιφάνεια του χαρτιού από εκείνη της κυτταρίνης, το ορατό ίχνος χάνεται. Παραμένει ένα ίχνος στο βαθύτερο υπόστρωμα του κεριού, το οποίο υπό κατάλληλο φωτισμό, μπορεί να αναδυθεί. Σε αυτό το βάθος μπορεί να αποδειχτεί επίσης ότι υπάρχουν σημάδια από παλαιότερες εγγραφές, χωρίς αυτές να είναι παρούσες στη συγκεκριμένη στιγμή, στο πρώτο, ορατό, επίπεδο του. Η αποκόλληση των δυο επιφανειών καταστρέφει το προσωρινό σημάδι και φωτίζει το μόνιμο ίχνος. Το μαγικό σημειωματάριο του Freud συνδυάζει δυο είδη μνημονικών τεχνικών στο ίδιο σύστημα, χωρίζοντας το σε δυο μέρη, της προσωρινής, εγγραφής νέων ερεθισμάτων, επιφάνεια του χαρτιού, και την μόνιμης, αυτόματης αποθήκευσης, επιφάνεια του κεριού. Με τη διάλυση του συστήματος που ενώνει τα δυο είδη μνημονικού αποθηκευτικού χώρου, το προσωρινό ίχνος χάνεται μια για πάντα και το σταθερό, αποθηκευμένο ίχνος επιδεικνύει την μονιμότητα του. Το μνημονικό ίχνος, υπάρχει, χωρίς να είναι απαραίτητα ορατό.
Κατά τον Freud η μνήμη μας λειτουργεί όπως και στο μαγικό σημειωματάριο, αποτυπώνει και ταυτόχρονα σβήνει για να δεχτεί νέα ερεθίσματα, αφήνοντας σημάδια στο πιο βαθύ στρώμα του συστήματος. Με τη μέγιστα δυνατή χωρητικότητα δεδομένων, το αντιληπτικό σύστημα μας, λειτουργεί με δυο παράλληλες και αντιθετικές κινήσεις. Σβήνει και γράφει, σβήνει για να μπορεί να γράψει, γράφει γνωρίζοντας ότι μπορεί να σβήσει όταν το χρειαστεί,. Η μνημονική καταγραφή των ερεθισμάτων θα μπορούσε να περιγραφεί ως τη μάχη μεταξύ δυο χεριών που το ένα γράφει και το άλλο σβήνει αυτό που έχει γραφτεί. Η ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στο διατηρώ και στο σβήνω, ανάμεσα στο ορατό και σε αυτό που δεν μπορεί να ειδωθεί πια, η ενδιάμεση περίοδος λίγο μετά από την έγγραφη και λίγο πριν από το σβήσιμο, δημιουργεί αυτό που τελικά θα απομείνει στη μνήμη.
[1] S.Freud, “A note upon the Mystic Writing Pad” , General Psychological Theory, XIII, 1925

